υπεράγνωστος

υπεράγνωστος
-ον, ΜΑ
αυτός που είναι αδύνατο να γίνει γνωστός («θεότης ὑπεράγνωστος καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξηρημένη», Μαξ.).
επίρρ...
ὑπεραγνώστως Μ
με τρόπο που είναι αδύνατο να γίνει γνωστό κάτι, πέρα από τα όρια τής γνώσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ԳԵՐԱՆԾԱՆՕԹ — ( ) NBH 1 0545 Chronological Sequence: 8c ա. ὐπεράγνωστος plusquam incognitus Ամենայնիւ անծանօթ. անհպելի մտօք. *Ուղղեա՛ զմեզ ʼի խորհրդականաց ասացելոց գերանծանօթ եւ գերաճաճանչ եւ ծայրագոյն գագաթն. Դիոն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”