- υπεράγνωστος
- -ον, ΜΑαυτός που είναι αδύνατο να γίνει γνωστός («θεότης ὑπεράγνωστος καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξηρημένη», Μαξ.).επίρρ...ὑπεραγνώστως Μμε τρόπο που είναι αδύνατο να γίνει γνωστό κάτι, πέρα από τα όρια τής γνώσης.
Dictionary of Greek. 2013.